- ποθεινός
- Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο σε ηλικία 90 ετών. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Αυγούστου από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 2 Ιουνίου από τη Δυτική· θεωρείται εξάλλου και ο πολιούχος άγιος της Λιόν.
* * *-ή, -ό / ποθεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ποθινός, Α1. ο γεμάτος πόθο (α. «νέον έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς ἔρος», Σαπφ.)2. ο περιπόθητος, ο πάρα πολύ επιθυμητός (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.β. «χρυσὸς ποθεινὸν κτῆμα τοῑς βροτοῑς» Ευρ.)αρχ.1. (κυρίως για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο πολυαγαπημένος, αυτός τον οποίο θυμάται κανείς με αγάπη και νοσταλγία (α. «παῑς... πατρὶ ποθεινός», Ευρ. β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)2. φρ. α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από αγάπη και νοσταλγίαβ) «ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά» — συμφορά που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας.επίρρ...ποθεινώς / ποθεινῶς ΝΜΑμε πόθο, με σφοδρή επιθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος, κατά τα επίθ. σε -εινός (πρβλ. αλγ-εινός). Ο τ. ποθινός είναι υστερογενής, σχηματισμένος κατά τα επίθ. σε -ινός προκειμένου να είναι βραχύ το -ι- τού τ.].
Dictionary of Greek. 2013.